- σημειωτός
- -ή, -ό1. σημειωμένος.2. φρ., «βήμα σημειωτό», το να κινεί κάποιος τα πόδια του, να βαδίζει, χωρίς να προχωρεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σημειωτός — ή, ό(ν) / σημειωτός, ή, όν, ΝΑ [σημειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση 2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν» μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ … Dictionary of Greek
σημειωτά — σημειωτός signified neut nom/voc/acc pl σημειωτά̱ , σημειωτός signified fem nom/voc/acc dual σημειωτά̱ , σημειωτός signified fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειωτόν — σημειωτός signified masc acc sg σημειωτός signified neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειωταί — σημειωτός signified fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειωτοῦ — σημειωτός signified masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειωτῷ — σημειωτός signified masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειωτικός — ή, ό / σημειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτική α) γλωσσ. η σημειολογία β) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία 2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα» ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση τής έδρας τής πάθησης ενός… … Dictionary of Greek
χριστοσημείωτος — ον, Μ εκκλ. αυτός πάνω στον οποίο είναι σημειωμένο το σημείο τού Χριστού, ο σταυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + σημειωτός (< σημειῶ, ώνω)] … Dictionary of Greek